- νείκος
- νεῑκος, τὸ (Α)1. έριδα, φιλονικία («οὐδὲν ἔτι πλέον ἐγένετο τούτων ἐς νεῑκος φέρον Ἴωσι», Ηρόδ.)2. λογομαχία, ύβρη («Αἶαν νεῑκος ἄριστε, κακοφραδές», Ομ. Ιλ.)3. δικαστικός αγώνας, διαφορά, φιλονικία σε δίκη («κρίνων νείκεα πολλά δικαζομένων αἰζηῶν», Ομ. Οδ.)4. διαταραχή τών σχέσεων μεταξύ εθνών, πόλεμος5. η προσφυγή στην εξουσίαβ. μάχη, συμπλοκή, αγώνας7. η αιτία τής έριδας8. (στη φιλοσοφία τού Εμπεδοκλέους) η μία από τις δύο δημιουργούς δυνάμεις τού κόσμου (νεῑκοςφιλότης).[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Ανάγεται πιθ. σε ΙΕ ρίζα *nēik-, «επιπίπτω εξορμώ», οπότε συνδέεται με ΙΕ τ., όπως λιθουαν. ap-nikti, su-nikti «επιπίπτω», και λεττον. nikns «βίαιος». Απίθανη η συγγένειά του με το νίκη].
Dictionary of Greek. 2013.